λέαινα

λέαινα
λέαινα, , fem. of λέων,
A lioness, Hdt.3.108: metaph., δίπους λ., of Clytaemnestra, A.Ag.1258; λεαίνας μαζὸν ἐθήλαζεν, as a symbol of ferocity, Theoc.3.15, cf.23.19.
II λ. ἐπὶ τυροκνήστιδος, = σχῆμά τι συνουσίας, Ar.Lys.231.
III pl., women dedicated to Mithras, Porph.Abst.4.16 (cf. λέων VI); title of Hecate, ibid.
IV name of several salves, Orib.Fr.75, Aët.7.86, Paul.Aeg.7.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λέαινα — Λεαίνα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέαινα — lioness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέαινα — Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α.… …   Dictionary of Greek

  • Λεαίνας — Λεαίνᾱς , Λεαίνα fem acc pl Λεαίνᾱς , Λεαίνα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεαίνας — λεαίνᾱς , λέαινα lioness fem acc pl λεαίνᾱς , λέαινα lioness fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέαιν' — Λέαινα , Λεαίνα fem nom/voc sg Λέαιναι , Λεαίνα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέαιν' — λέαινα , λέαινα lioness fem nom/voc sg λέαιναι , λέαινα lioness fem nom/voc pl λέαινε , λεαίνω smooth pres imperat act 2nd sg λέαινε , λεαίνω smooth imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Леэна — (Λέαινα = львица) афинская гетера. Ее имя связано с заговором Гармодия и Аристогитона, которых она не выдала, хотя знала о существовании заговора. За это афиняне воздвигли в честь ее статую, изображающую львицу без языка. Позднее в честь ее… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Λεαινῶν — Λεαίνα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεαινῶν — λέαινα lioness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεαίναις — Λεαίνα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”